Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεν κρατεί

  • 1 владеть

    ρ.δ. με οργν. πτ.
    1. κατέχω, είμαι κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης•

    владеть домами είμαι κάτοχος σπιτιών•

    они -ют орудиями производства αυτοί κατέχουν τα μέσα παραγωγής.

    || μτφ. έχω•

    владеть талантом έχω ταλέντο.

    2. εξουσιάζω, κρατώ•

    англия -еет еще гибралтаром η Αγγλία κατέχει ακόμα το Γιβραλτάρ.

    || μτφ. κυριεύω, κυριαρχώ•

    вдохновение -еет поэтом έμπνευση κατέχει τον ποιητή•

    страсть -ла ею το πάθος την κυρίευσε.

    || μτφ. κρατώ, υποτάσσω στη θέληση μου•

    умение учителя владеть классом η ικανότητα του δάσκαλου να κρατεί στα χέρια του την τάξη.

    3. χειρίζομαι•

    плотник хорошо -ет топором ο ξυλουργός καλά χειρίζεται το τσεκούρι•

    владеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα.

    4. ορίζω•

    больной не -еет правой рукой ο άρρωστος δεν ορίζει το δεξί χέρι.

    || αμ. είμαι ικανός να πράξω κάτι•

    у него рука не -еет δεν του πιάνουν τα χέρια.

    εκφρ.
    владеть пером – έχω γερή πένα (γράφω πειστικά, εκφραστικά)•
    владеть собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > владеть

См. также в других словарях:

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Χίτλερ, Αδόλφος — (Hitler, Μπράουναου, Αυστρία 1889 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Είναι μια από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, που δεν μπορεί όμως να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως είχε… …   Dictionary of Greek

  • αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… …   Dictionary of Greek

  • ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… …   Dictionary of Greek

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»